τσιρότο

τσιρότο
και τσιρώτο και τσηρώτο και τσερότο, το, Ν
1. είδος λεπτού εμπλάστρου με επίστρωμα κεριού
2. λευκοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerotto < κηρωτόν < κηρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσιρότο — τσιρότο, το και τσερότο, το (λ. ιταλ.), έμπλαστρο με επίστρωμα από κερί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρωτός — ή, ό (Α κηρωτός, ή, όν) [κηρώ] νεοελλ. 1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα») 2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» η κηραλοιφή β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • νιτσεράδα — και ιντσεράδα η αδιάβροχη ενδυμασία που φορούν οι ναυτικοί για να προφυλάγονται από την βροχή και από το θαλασσινό νερό σε περίπτωση κακοκαιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. incerata (tela) < cera «κερί» (πρβλ. τσιρότο)] …   Dictionary of Greek

  • τσερότο — το, Ν βλ. τσιρότο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”